http://www.logosfreebooks.org/pls/wordtc/new_wordtheque.w6_start.doc?code=7167&lang=EL
Πικρία
O κύριος Σαβάλ, πού μές στή Μάντ τόν φωνάζουνε "μπάρμπα-Σαβάλ", μόλις ξύπνησε. Βρέχει. Είναι μιά μελαγχολική, φθινοπωρινή μέρα. Τά φύλλα πέφτουν ~ δεν είναι στα κέφια του. Πηγαίνει απ' το τζάκι του στό παράθυρο κι απ' το παράθυρο στό τζάκι. 'Η ζωή έχει μέρες μουντές καί δεν τού επιφυλάσσει από δώ καί πέρα παρά μέρες μουντές, γιατί είναι εξήντα δύο χρονών. Είναι μόνος, γεροντοπαλίκαρο, χωρίς κανέναν γύρω του. Τι θλιβερό πού είναι να πεθαίνεις έτσι, ολομόναχος, δίχως τή στοργή κανενός!
Συλλογίζεται τήν τόσο γυμνή, τόσο άδεια ζωή του.
Aναπολεί το πατρικό του σπίτι μέ τούς γονείς του, πολλά χρόνια πίσω, όταν ήταν παιδί, έπειτα το κολέγιο, τίς εξόδους του, τόν καιρό πού σπούδαζε νομικά στό Παρίσι. Ύστερα τήν αρρώστια του πατέρα του καί το θάνατό του.
Επέστρεψε στόν τόπο του γιά νά μείνει μέ τή μητέρα του. Έζησαν καί οί δυό τους, ό νέος καί ή γηραιά κυρία, ειρηνικά, δίχως νά επιθυμήσουν τίποτα παραπάνω. Έπειτα πέθανε κι αυτή. Τί θλιβερή πού είναι ή ζωή!
Απόμεινε μόνος του. Καί τώρα θά πεθάνει κι αυτός μέ τή σειρά του σέ λίγο. Θά εξαφανιστεί, κι όλα θά έχουν τελειώσει. Δέ θά υπάρχει πιά κανείς κύριος Πώλ Σαβάλ επί τής γής. Τί φριχτό πράγμα! Άλλοι άνθρωποι θά ζούν, θά ερωτεύονται, θά γελούν. Ναί, θά διασκεδάζουν ενώ αυτός δέ θά υπάρχει πιά. Είναι παράξενο πώς μπορεί νά γελάει κανείς, νά διασκεδάζει, νά χαίρεται κάτω απ' αυτή τήν αιώνια βεβαιότητα τού θανάτου. ΄Αν τουλάχιστον ήταν απλώς μιά πιθανότητα ό θάνατος, θά μπορούσε κανείς νά ελπίζει ακόμα, όμως είναι αναπόφευκτος, τόσο αναπόφευκτος όσο η νύχτα μετά τη μέρα.
Τουλάχιστον νά μην είχε υπάρξει ή ζωή του τόσο άδεια! Νά είχε κάνει κατιτί, νά είχε ζήσει ερωτικές περιπέτειες, μεγάλες απολαύσεις, επιτυχίες, κάθε είδους ικανοποιήσεις. Όμως όχι, τίποτα. δεν είχε κάνει ποτέ του τίποτα, τίποτ' άλλο από το νά ξυπνάει, νά τρωει τίς ίδιες ώρες καί νά πηγαίνει γιά ύπνο. Κι έτσι έφτασε στα εξήντα δύο του. Ούτε κάν παντρεύτηκε όπως οί άλλοι άντρες. Γιατί; Αλήθεια, γιατί δεν παντρεύτηκε; Θά μπορούσε νά είχε παντρευτεί αφού είχε κάποια περιουσία. Μήπως του έλειψε ή ευκαιρία; Ίσως. Όμως τίς δημιουργεί κανείς αυτές τίς ευκαιρίες. Ήταν νωθρός, αυτό είν' όλο. 'Η νωθρότητα υπήρξε το μεγάλο του κακό, το ελάττωμά του, το πάθος του. πόσοι καί πόσοι άνθρωποι δέ χάνουν το τρένο της ζωής από νωθρότητα! Είναι τόσο δύσκολο γιά μερικές φύσεις νά σηκώνονται, νά κινούνται, νά κάνουν διαβήματα, νά μιλούν , νά εξετάζουν διάφορα ζητήματα.
Ούτε είχε κάν αγαπηθεί. Καμιά γυναίκα δεν είχε αποκοιμηθεί πάνω στό στέρνο του ολότελα παραδομένη ερωτικά σ' αυτόν. Δεν είχε νιώσει το γλυκό χτυποκάρδι τής προσμονής, το υπέροχο ρίγος όταν σου σφίγγουν το χέρι, τήν έκσταση όταν σέ κυριεύει το ερωτικό πάθος.
Τί ευτυχία, πέρα από τ' ανθρώπινα, δέ θά πρέπει νά μας πλημμυρίζει τήν καρδιά όταν Τά χείλη σμίγουν γιά πρώτη φορά, οταν το σφιχταγκάλιασμα δύο προσώπων κάνει ένα μονάχα όν , ένα τρισευτυχισμένο ον από δύο πλάσματα ξετρελαμένα το ένα γιά το άλλο!
Ο κύριος Σαβάλ, φορώντας ακόμα τή ρόμπα του, κάθισε μέ τά πόδια προς τή φωτιά.
Σίγουρα ή ζωή του ήταν αποτυχημένη, μα τελείως αποτυχημένη. Κι όμως είχε ερωτευτεί κι αυτός. Είχε ερωτευτεί μυστικά, οδυνηρά καί ράθυμα, όπως έκανε τά πάντα στή ζωή του. Ναί, είχε ερωτευτεί τήν παλιά του φίλη κυρία Σάντρ, τή γυναίκα του παλιού συμμαθητή του Σάντρ. Αχ καί νά τήν είχε γνωρίσει ανύπαντρη! όμως τήν είχε συναντήσει πάρα πολύ αργά. ήταν ήδη παντρεμένη. Αυτήν, σίγουρα θά τήν είχε ζητήσει σέ γάμο. πόσο τήν είχε αγαπήσει, ακατάπαυστα, από τήν πρώτη κιόλας μέρα!
Θυμόταν τή συγκίνησή του κάθε φορά πού τήν ξανάβλεπε, τή θλίψη του όταν τήν αποχωριζόταν, τίς νύχτες πού δεν τόν έπιανε ύπνος επειδή τή σκεφτόταν.
Το πρωί ξυπνούσε πάντοτε κάπως λιγότερο ερωτευμένος από το βράδυ. Γιατί;
Τί όμορφη πού ήταν άλλοτε, καί λεπτοκαμωμένη, ξανθιά, κατσαρομάλλα καί γελαστή! Ο Σάντρ δεν ήταν ό άντρας πού τής άξιζε. Εκείνη ήταν τώρα πενήντα οκτώ χρονών. ´Έδειχνε ευτυχισμένη. ´ Αχ καί νά τόν είχε ερωτευτεί τότε! Νά τόν είχε ερωτευτεί κι αυτή! Καί γιατί άλλωστε νά μην τόν είχε ερωτευτεί, τόν Σαβάλ, αφού κι αυτός τήν είχε ερωτευτεί, τήν κυρία Σάντρ;
Νά είχε τουλάχιστον κάτι μαντέψει... Άραγε δεν είχε τίποτα μαντέψει, δεν είχε τίποτα δεί, δεν είχε ποτέ της τίποτα καταλάβει; Τί νά είχε τότε σκεφτεί; ´ Αν τής είχε μιλήσει, Τί νά τού είχε άραγε απαντήσει;
Κι ό Σαβάλ αναρωτιότανε χίλια δυό άλλα πράγματα. Ξαναζούσε τή ζωή του, προσπαθούσε νά συλλάβει καί πάλι ένα πλήθος λεπτομέρειες.
Αναπολούσε τίς ατέλειωτές βραδιές πού πέρναγε παίζοντας εκαρτέ στού Σάντρ, όταν ή γυναίκα του ηταν νεα και τοσο γοητευτική.
Θυμόταν τά διάφορα πού εκείνη τού είχε πεί, τίς αποχρώσεις πού έπαιρνε ή φωνή της άλλοτε, τά αδιόρατα μειδιάματά της πού υπονοούσαν τόσες σκέψεις. Θυμόταν τούς περιπάτους πού έκαναν οί τρείς τους κατά μήκος τού Σηκουάνα, τά γεύματά τους πάνω στή χλόη, τίς Κυριακές, γιατί ό Σάντρ ήταν υπάλληλος στό επαρχείο. Καί ξαφνικά τού ήρθε ολοκάθαρα ή θύμηση ενός απομεσήμερου πού πέρασε μαζί της σ' ένα αλσύλλιο πλάι στόν ποταμό.
Είχανε φύγει το πρωί, παίρνοντας μαζί τίς προμήθειές τους μέσα σέ πακέτα. Ηταν μιά λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα, από κείνες τίς μεθυστικές μέρες, όπου όλα ευωδιάζουν , όλα μοιάζουν ευτυχισμένα. Τά πουλιά κελαηδούν πιό χαρούμενα καί φτερουγίζουν γρηγορότερα. Είχανε φάει πάνω στό χορτάρι, κάτω από τίς ιτιές, πολύ κοντά στό ναρκωμένο από τόν ήλιο νερό. '0 αέρας Ηταν χλιαρός, μοσχοβολούσε από τούς χυμούς τών δέντρων , και τόν ρουφούσαν ηδονικά. Τί ωραίο καιρό έκανε εκείνη τή μέρα!
Μετά το φαγητό, ό Σάντρ είχε αποκοιμηθεί ανάσκελα: "'0 καλύτερος υπνάκος τής ζωής μου" είχε πεί όταν ξύπνησε.
Η κυρία Σάντρ είχε πιάσει τόν Σαβάλ από το μπράτσο καί περπάτησαν οί δυό τους ακολουθώντας το ποτάμι.
Στηριζότανε πάνω του. Γελούσε κι έλεγε: "Είμαι συνεπαρμένη, φίλε μου, ολότελα συνεπαρμένη". Αυτός τήν κοιτούσε αναριγώντας ως τά μύχια τής καρδιάς του ενώ αισθανόταν νά χλομιάζει καθώς φοβότανε μήπως τά μάτια του ηταν πολύ τολμηρά, μήπως καί κάποιο τρέμουλο του χεριού του φανέρωνε το μυστικό του. 'Εκείνη είχε φτιάξει ένα στεφάνι από μακριά χορτάρια καί νερολούλουδα καί τόν είχε ρωτήσει: "Σας αρέσω έτσι;"
Καθώς αυτός δεν έλεγε λέξη -γιατί δεν είχε βρεί τίποτα νά πεί, αλλά θά προτιμούσε νά 'πεφτε στα γόνατα-, άρχισε νά γελάει μέ δυσαρεστημένο γέλιο, πετώντας του κατάμουτρα: "Μα τί ζώον πού είστε τέλος πάντων! Μιλάνε τουλάχιστον!"
Ο Σαβάλ λίγο έλειψε νά βάλει τά κλάματα, μά καί πάλι δεν έβρισκε ούτε μιά λέξη.
Όλ' αυτά του ξανάρχονταν τώρα στή μνήμη τόσο καθαρά οπως τή μέρα εκείνη. Γιατί άραγε του είχε πεί: "Μά τί ζώον πού είστε τέλος πάντων! Μιλάνε τουλάχιστον!"; Καί θυμήθηκε πόσο τρυφερά ακουμπούσε πάνω του. Καθώς περνούσαν κάτω από ένα γερμένο δέντρο, είχε αισθανθεί το αυτί της πάνω στό μάγουλό του και είχε υποχωρήσει απότομα, μήπως κι εκείνη την έπαιρνε γιά σκόπιμη αυτή τήν επαφή.
Όταν τής είχε πεί: "δεν είναι μήπως ώρα νά γυρίζουμε;", του είχε ρίξει ένα ασυνήθιστο βλέμμα. Στ' αλήθεια τόν είχε κοιτάξει μέ περίεργο τρόπο. Τότε δεν το είχε σκεφτεί, καί νά πού το ξαναθυμήθηκε τώρα. "όπως αγαπάτε, καλέ μου. Άν κουραστήκατε, άς επιστρέψουμε."
"Δεν είναι πού κουράστηκα" τής είχε απαντήσει, "μά ό Σάντρ ίσως νά έχει ξυπνήσει πιά."
Κι εκείνη είχε πεί, σηκώνοντας τούς ώμους: "'Άν φοβόσαστε μήπως ξύπνησε ό άντρας μου, αλλάζει το πράγμα. άς γυρίσουμε".
Σέ όλη τήν επιστροφή παρέμεινε σιωπηλή καί δέ στηριζότανε πιά στό μπράτσο του. Γιατί;
Αυτό το "γιατί" δεν τόν είχε απασχολήσει μέχρι στιγμής. Τώρα όμως του φαινόταν ν' αντιλαμβάνεται κάτι πού δεν το είχε καταλάβει ποτέ.
Μπάς καί...;
Ο κύριος Σαβάλ ένιωσε νά κοκκινίζει καί σηκώθηκε αναστατωμένος σάν νά 'τανε τριάντα χρόνια νεότερος καί ν' άκουσε τήν κυρία Σάντρ νά του λέει: "Σας αγαπώ!"
Είναι δυνατόν; Αυτή ή υποψία πού μπήκε στην ψυχή του τόν βασάνιζε. Πώς είναι δυνατόν νά μην το είχε δεί, νά μην το είχε μυριστεί;
Άχ, κι άν ηταν αλήθεια αυτό, κι άν είχε προσπεράσει αυτή τήν ευτυχία χωρίς νά τήν αρπάξει!
Είπε μέσα του: "Θέλω νά το μάθω. δεν μπορώ νά μείνω μ' αυτή τήν αμφιβολία. Θέλω νά ξέρω".
Καί ντύθηκε στα γρήγορα, βάζοντας τά ρούχα του βιαστικά. "Είμαι εξήντα δύο χρονών" σκεφτόταν, "καί είναι πενήντα οκτώ. μπορώ κάλλιστα νά τή ρωτήσω γι αυτό."
Καί βγήκε.
Το σπίτι τών Σάντρ βρισκόταν στήν άλλη πλευρά τού δρόμου, σχεδόν αντικριστά απ' το δικό του. Πήγε εκεί. Στό χτύπημα του ρόπτρου ήρθε καί του άνοιξε ή υπηρετριούλα.
Ξαφνιάστηκε πού τόν είδε τόσο νωρίς:
"Εσείς, από τώρα, κύριε Σαβάλ; Μήπως συνέβη κανένα ατύχημα;"
"Όχι, κορίτσι μου" απάντησε ό Σαβάλ, "αλλά πήγαινε νά πεις στήν κυρία σου πώς θά ήθελα νά τής μιλήσω αμέσως."
"Ξέρετε, ή κυρία φτιάχνει τή μαρμελάδα από αχλάδια γιά το χειμώνα καί βρίσκεται στήν κουζίνα καί είναι άντυτη όπως καταλαβαίνετε."
"Ναί, μά πές της ότι πρόκειται γιά κάτι πολύ σοβαρό."
Η υπηρετριούλα έφυγε, κι ό Σαβάλ βάλθηκε νά πηγαινοέρχεται μέσα στό σαλόνι μέ μεγάλα νευρικά βήματα. όμως δεν αισθανόταν αμηχανία. Απλώς θά τή ρωτούσε γι ' αυτό όπως θά τή ρωτούσε γιά μιά συνταγή μαγειρικής. Ηταν άλλωστε εξήντα δύο ετών!
Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε εκείνη. Ηταν μιά παχιά γυναίκα, φαρδιά καί στρογγυλή, μέ φουσκωτά μάγουλα καί ηχηρό γέλιο. Περπατούσε κρατώντας τά χέρια μακριά απ' το κορμί της, μέ τά μανίκια ανασκουμπωμένα, πού άφηναν γυμνά τά πασαλειμμένα μέ σιρόπια μπράτσα της.
"Τί πάθατε, φίλε μου;" τόν ρώτησε. "Μήπως είστε άρρωστος;"
"Όχι, αγαπητή μου" απάντησε αυτός, "αλλά θέλω νά σας ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό γιά μένα πού μέ βασανίζει. Μου υπόσχεστε ότι θά μου απαντήσετε ειλικρινά;"
Εκείνη χαμογέλασε: "Είμαι πάντοτε ειλικρινής. Σας άκουω ".
"Α, νά λοιπόν! Σας ερωτεύτηκα από τή μέρα πού σας πρωτοείδα. το υποψιαστήκατε ποτέ;"
Εκείνη αποκρίθηκε γελώντας μέ τόν τόνο τής φωνής πού είχε άλλοτε: "Μά τί ζώον πού είστε τέλος πάντων! το είχα καταλάβει από τήν πρώτη κιόλας μέρα". Ο Σαβάλ άρχισε νά τρέμει. "Το ξέρατε;... Τότε..." ψέλλισε καί σώπασε.
"Τότε τί;" ρώτησε εκείνη.
Ο Σαβάλ συνέχισε:
" Τότε... τι σκεφτόσασταν;... Τι... τι θα είχατε απαντήσει;"
Εκείνη γέλασε πιό δυνατά. Σταγόνες σιροπιού κυλούσαν στήν άκρη τών δαχτύλων της κι έσταζαν στό παρκέτο.
"Εγώ; Μά δέ μέ ρωτήσατε τίποτα. Δεν ήτανε δική μου δουλειά νά σάς κάνω ερωτική εξομολόγηση."
Αυτός έκανε τότε ένα βήμα πρός το μέρος της:
"Πέστε μου... πέστε μου... Θυμάστε εκείνη τή μέρα πού ό Σάντρ αποκοιμήθηκε πάνω στή χλόη ύστερα απ' το φαγητό... πού πήγαμε μαζί ως τή στροφή, εκεί κάτω;..."
Περίμενε τήν απάντηση. Εκείνη είχε πάψει νά γελάει καί τόν κοιτούσε κατάματα.
"Μά καί βέβαια το θυμάμαι."
Ο Σαβάλ συνέχισε αναριγώντας:
"Ε, λοιπόν... εκείνη τή μέρα... άν ήμουν... άν ήμουν τολμηρός... τί θά είχατε κάνει;"
Εκείνη χαμογέλασε σάν ευτυχισμένη γυναίκα πού δέ μετανοιώνει γιά τίποτα κι απάντησε ελεύθερα, μέ καθάρια φωνή όπου διαφαινόταν κάποια δόση ειρωνείας:
"Θά είχα υποκύψει, φίλε μου".
Κατόπιν έκανε μεταβολή κι έτρεξε στίς μαρμελάδες της.
Ο Σαβάλ ξαναβρέθηκε στό δρόμο συντετριμμένος όπως μετά από μεγάλη συμφορά. Βάδιζε μέ μεγάλα βήματα μές στή βροχή, ίσια μπρός του, κατηφορίζοντας πρός το ποτάμι, χωρίς νά σκέφτεται που πηγαίνει. Σάν έφτασε στήν όχθη, έστριψε δεξιά καί τήν ακολούθησε. Περπάτησε κάμποσην ώρα σάν νά τόν έσπρωχνε κάποιο ένστικτο. Τά ρούχα του ηταν μούσκεμα απ' τή βροχή, το καπέλο του είχε παραμορφωθεί, είχε μαλακώσει σάν παλιόπανο κι έσταζε σάν λούκι. Προχωρούσε ολοένα χωρίς σταματημό. Καί βρέθηκε στό μέρος όπου είχανε καθίσει νά φανε, τή μακρινή εκείνη μέρα πού ή θύμησή της του βασάνιζε τήν καρδιά.
Τότε κάθισε κάτω από τ' απογυμνωμένα δέντρα κι έκλαψε.