https://fr.scribd.com/doc/19782244/ΓΚΥ-ΝΤΕ-ΜΩΠΑΣΑΝ-ΕΞΙ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Το σημάδι
Η μικρή μαρκησία του Ρενεντόν κοιμόταν ακόμη μες στο κλειστό και αρωματισμένο δωμάτιό της, στο μεγάλο, μαλακό και χαμηλό κρεβάτι της, μέσα στα σεντόνια της από απαλή μπατίστα, λεπτή σαν νταντέλα, που την άγγιζαν σαν να την φιλούσαν. Κοιμόταν μόνη και ήρεμη με τον γαλήνιο και βαθύ ύπνο που κάνουν οι χωρισμένες.
Την ξύπνησαν κάποιες φωνές που έρχονταν ζωηρές από το μικρό μπλε σαλόνι. Αναγνώρισε την αγαπημένη φίλη της, τη μικρή βαρόνη του Γρανζερί, που τσακωνόταν με την καμαριέρα της, η οποία υπερασπιζόταν την είσοδο της κρεβατοκάμαρας της κυρίας της.
Η μικρή μαρκησία σηκώθηκε τότε, τράβηξε τον σύρτη, γύρισε την κλειδαριά, ανασήκωσε το παραπέτασμα της πόρτας και πρόβαλε το κεφάλι της, μόνο το ξανθό της κεφάλι, κρυμμένο κάτω από το σύννεφο της κόμης της.
“Τι σου συμβαίνει” είπε, “και ήρθες τόσο νωρίς; ∆εν είναι ακόμη εννέα η ώρα.”
Η μικρή βαρόνη, πολύ χλωμή, νευρική, ταραγμένη, απάντησε: “Πρέπει να σου μιλήσω. Μου συνέβη κάτι το τρομερό.” “Μπες, χρυσή μου.”
Εκείνη μπήκε, αγκαλιάστηκαν και η μικρή μαρκησία ξάπλωσε πάλι, ενώ η καμαριέρα άνοιγε τα παράθυρα, αφήνοντας να μπει φως και αέρας. Έπειτα, μόλις η καμαριέρα έφυγε, η Μαντάμ ντε Ρενεντόν είπε πάλι: ̈Λοιπόν, λέγε.”
Η Μαντάμ ντε Γκρανζερί άρχισε να κλαίει, χύνοντας όμορφα, διαυγή δάκρυα από εκείνα που κάνουν πιο ωραίες τις γυναίκες, και τραύλιζε χωρίς να σκουπίσει τα μάτια της, μήπως και τα κοκκινίσει: “Ω, χρυσή μου, είναι φριχτό, φριχτό, αυτό που μου συνέβη. ∆εν κοιμήθηκα όλη νύχτα, ούτε ένα λεπτό, καταλαβαίνεις, ούτε ένα λεπτό. Βάλε το χέρι σου εδώ, στην καρδιά μου, να δεις πώς χτυπά.”
Και παίρνοντας το χέρι της φίλης της το έβαλε στο στήθος της, σ' αυτό το στρογγυλό, στερεό περίβλημα της καρδιάς των γυναικών, που συχνά είναι αρκετό για τους άντρες και που τους εμποδίζει να ψάξουν τι κρύβεται από κάτω. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, πράγματι.
Συνέχισε:
“Μου συνέβη χθες... κατά τις τέσσερις... ή τέσσερις και μισή. ∆εν ξέρω ακριβώς. Γνωρίζεις καλά το διαμέρισμά μου, ξέρεις ότι το σαλονάκι μου, εκεί που περνάω πάντα την ημέρα μου, βλέπει στην οδό Σαν-Λαζάρ, στον πρώτο όροφο, και ότι έχω την μανία να κάθομαι στο παράθυρο και να βλέπω τον κόσμο που περνάει. Είναι τόσο εύθυμη αυτή η γειτονιά του σταθμού, τόσο δραστήρια, τόσο ζωντανή... Τέλος πάντων, μου αρέσει! Χθες λοιπόν, καθόμουν στη χαμηλή καρέκλα που ζήτησα να μου βάλουν στην κόγχη του παραθύρου. Ήταν ανοιχτό το παράθυρο κι εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα, ανάσαινα τον καθαρό αέρα. Θυμάσαι τι καλό καιρό έκανε χθες!
Ξαφνικά παρατηρώ ότι στην απέναντι πλευρά του δρόμου υπήρχε επίσης μια γυναίκα που καθόταν κι εκείνη στο παράθυρό της, μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα. Εγώ φορούσα μοβ, ξέρεις, την όμορφη μοβ τουαλέτα μου. ∆εν γνώριζα εκείνη τη γυναίκα, μια νέα νοικάρισσα, που εγκαταστάθηκε πριν ένα μήνα και καθώς βρέχει εδώ και ένα μήνα, δεν την είχα ξαναδεί. Κατάλαβα όμως αμέσως ότι ήταν ένα γύναιο. Στην αρχή ένοιωσα μεγάλη αηδία και σοκαρίστηκα που καθόταν στο παράθυρό της όπως εγώ, έπειτα όμως άρχισα σιγά σιγά να την παρατηρώ και να το διασκεδάζω. Στηριζόταν στους αγκώνες της και παραμόνευε τους άντρες και οι άντρες την κοίταζαν κι εκείνοι, όλοι ή σχεδόν όλοι. Θα έλεγε κανείς ότι κάτι τους προειδοποιούσε όπως πλησίαζαν στο σπίτι, ότι την μυρίζονταν όπως τα σκυλιά μυρίζονται το κυνήγι, επειδή σήκωναν ξαφνικά το κεφάλι και αντάλλαζαν σύντομες ματιές μαζί της, ματιές μασόνου. Οι δικές της έλεγαν: “Θέλετε;”
Οι δικές τους απαντούσαν: “∆εν έχω χρόνο” ή “Μια άλλη φορά” ή “∆εν έχω φράγκο” ή ακόμη “Πήγαινε να κρυφτείς, άθλια!” Ήταν οι ματιές των οικογενειαρχών που έλεγαν την τελευταία φράση.
∆εν φαντάζεσαι πόσο αστείο ήταν να τη βλέπει κανείς να κάνει τις δουλειές της ή καλύτερα να εξασκεί το επάγγελμά της.
Καμιά φορά έκλεινε γρήγορα το παράθυρό της κι εγώ έβλεπα κάποιον να σταματά στην πόρτα της. Τον είχε ψαρέψει, όπως ο ψαράς με την πετονιά του πιάνει τον κωβιό. Κοίταζα τότε το ρολόι μου. Έμεναν μαζί της από δώδεκα έως είκοσι λεπτά, ποτέ περισσότερο. Τελικά, μου προκαλούσε πραγματικά το ενδιαφέρον αυτή η αράχνη. Έπειτα, δεν ήταν και άσχημη.
∆ιερωτόμουν: «Πώς τα καταφέρνει και την παίρνουν είδηση τόσο καλά, τόσο γρήγορα, τόσο τέλεια; Προσθέτει στο βλέμμα της και κάποιο σημάδι με την κίνηση του κεφαλιού ή του χεριού;»
Κι έτσι πήρα τα κιάλια μου του θεάτρου για να καταλάβω τη συμπεριφορά της. Ω! Ήταν πολύ απλό: στην αρχή κλείσιμο του ματιού, έπειτα ένα χαμόγελο, έπειτα μια μικρή κίνηση του κεφαλιού που σήμαινε: “Θ' ανεβείτε;” Αλλά τόσο ελαφριά, τόσο ανεπαίσθητη, τόσο διακριτική, που έπρεπε πραγματικά να είναι κάποια πολύ ικανή για να το πετύχει όπως εκείνη.
Και διερωτόμουν: «Θα μπορούσα να κάνω εξ ίσου καλά κι εγώ αυτή τη μικρή κίνηση του κεφαλιού από κάτω προς τα επάνω, μια κίνηση ριψοκίνδυνη και χαριτωμένη;» Ήταν πράγματι πολύ χαριτωμένη η κίνησή της αυτή.
Και πήγα να δοκιμάσω μπροστά στον καθρέφτη. Χρυσή μου, το έκανα καλύτερα από εκείνη, πολύ καλύτερα! Ήμουν ξετρελαμένη και γύρισα πάλι να καθίσω στο παράθυρό μου.
∆εν έπαιρνε πια κανέναν, η κακομοίρα, κανέναν. Ήταν πράγματι άτυχη. Θα πρέπει ωστόσο να είναι τρομερό να κερδίζει μια γυναίκα μ' αυτόν τον τρόπο το ψωμί της, τρομερό αλλά και διασκεδαστικό καμιά φορά, επειδή κάποιοι από τους άντρες που συναντά κανείς στο δρόμο δεν είναι καθόλου κακοί.
Τώρα όλοι περνούσαν από το δικό μου πεζοδρόμιο και κανείς από το δικό της. Ο ήλιος είχε γυρίσει. Περνούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο: νέοι, γέροι, μελαχρινοί, ξανθοί, γκριζομάλληδες, ασπρομάλληδες.
Έβλεπα μερικούς συμπαθητικούς, μα πολύ συμπαθητικούς, χρυσή μου, πολύ καλύτερους από τον άντρα μου, και από τον δικό σου, τον πρώην, αφού έχεις χωρίσει. Τώρα μπορείς να διαλέξεις.
Έλεγα στον εαυτό μου: Εάν τους έκανα νόημα θα με έπαιρναν είδηση εμένα που είμαι μια τίμια γυναίκα; Και να που μ' έπιασε μια τρελή επιθυμία να τους κάνω το νόημα, αλλά η επιθυμία μου ήταν εκείνη μιας εγκύου γυναίκας... μια φοβερή επιθυμία, ξέρεις, από εκείνες που δεν μπορείς να τους αντισταθείς! Με πιάνουν πότε πότε κάτι τέτοια. Είναι ανοησίες όλα αυτά! Πιστεύω πως έχουμε ψυχές πιθήκων εμείς οι γυναίκες. Με διαβεβαίωσαν, εξ άλλου,(ένας γιατρός μου το είπε) ότι ο εγκέφαλος του πιθήκου μοιάζει πολύ με τον δικό μας. Πρέπει πάντα κάποιον να μιμούμαστε. Μιμούμαστε τους συζύγους μας, όταν τους αγαπούμε, τον πρώτο μήνα του γάμου, και στη συνέχεια τους εραστές μας, τις φιλενάδες μας, τους εξομολογητές μας, όταν είναι συμπαθητικοί. Υιοθετούμε τον τρόπο σκέψης τους, τον τρόπο ομιλίας τους, τις λέξεις που χρησιμοποιούν, τις χειρονομίες τους, όλα τους. Είναι ηλίθιο.
Τελικά, όταν με κυριεύει ο πειρασμός να κάνω κάτι, το κάνω πάντα.
Λέω, λοιπόν, στον εαυτό μου: «Για να δούμε, θα το προσπαθήσω με έναν, με έναν μόνο για να δω. Τι μπορεί να μου συμβεί; Τίποτα! Θ' ανταλλάξουμε ένα χαμόγελο και αυτό ήταν όλο, ούτε που θα τον ξαναδώ. Και αν ακόμη τον ξαναδώ, δεν θα με αναγνωρίσει, και αν με αναγνωρίσει εγώ, μα την πίστη μου, θα το αρνηθώ.»
Αρχίζω λοιπόν να διαλέγω. Ήθελα κάποιον καλό, πολύ καλό. Ξαφνικά βλέπω ένα γεροδεμένο ξανθό, ένα πολύ όμορφο αγόρι. Μου αρέσουν οι ξανθοί, ξέρεις.
Τον κοιτάζω. Με κοιτάζει. Χαμογελώ· χαμογελάει· κάνω την κίνηση (ω, ανεπαίσθητα, ανεπαίσθητα)· εκείνος απαντάει «ναι» με το κεφάλι και να τος που μπαίνει, χρυσή μου! Μπαίνει από την κυρία είσοδο του σπιτιού.
∆εν φαντάζεσαι τι έγινε μέσα μου εκείνη τη στιγμή! Νόμιζα ότι θα τρελαθώ! Ω! Πόσο φοβήθηκα! Σκέψου, θα μιλούσε με τους υπηρέτες! Με τον Ζοζέφ που είναι ο έμπιστος του άντρα μου! Ο Ζοζέφ θα πίστευε φυσικά ότι εγώ γνώριζα εκείνον τον άντρα εδώ και καιρό.
Τι να κάνω; Τι να κάνω; Σε λίγο θα χτυπούσε το κουδούνι, σε ένα δευτερόλεπτο. Τι να κάνω; Σκέφτηκα πως το καλύτερο θα ήταν να τρέξω να τον προϋπαντήσω, να του πω πως έκανε λάθος, να τον παρακαλέσω να φύγει. Θα λυπόταν μια γυναίκα, μια δυστυχισμένη γυναίκα! Τρέχω λοιπόν στην πόρτα και την ανοίγω την ώρα που άγγιζε με το χέρι το ρόπτρο.
Τρελή από φόβο τραύλιζα: «Φύγετε, κύριε, φύγετε. Απατάστε, εγώ είμαι μια τίμια γυναίκα, μια παντρεμένη γυναίκα. Έγινε λάθος, ένα φρικτό λάθος· σας πέρασα για έναν φίλο μου που του μοιάζετε πολύ. Λυπηθείτε με, κύριε.»
Κι εκείνος άρχισε να γελάει, χρυσή μου, και μου απάντησε: «Καλημέρα, γατούλα μου. Ξέρεις κάτι; Τα' χω ξανακούσει αυτά. Είσαι παντρεμένη, πάει να πει δυο λουδοβίκεια αντί για ένα. Θα τα έχεις. Λοιπόν, δείξε μου το δρόμο.»
Και με σπρώχνει· κλείνει την πόρτα, και καθώς εγώ στεκόμουν έντρομη μπροστά του, μ' αγκαλιάζει, με παίρνει από τη μέση και με οδηγεί στο σαλόνι που παρέμενε ανοιχτό.
Κι έπειτα αρχίζει να κοιτάζει τριγύρω σαν εκτιμητής δημοπρασίας και ξαναλέει: «Που να πάρει... είναι όμορφο το σπίτι σου, πολύ χαριτωμένο. Πρέπει να βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη αυτή τη στιγμή για να στήνεσαι στο παράθυρο!»
Εγώ τότε ξαναρχίζω να τον ικετεύω: «Ω κύριε, φύγετε! Φύγετε! Όπου να' ναι έρχεται ο άντρας μου! Φτάνει από στιγμή σε στιγμή, είναι η ώρα του! Σας ορκίζομαι πως κάνετε λάθος!»
Κι εκείνος μου απαντά ήρεμα: «Έλα, γλυκιά μου, αρκετά. Εάν έρθει ο άντρας σου θα του δώσω μερικές δεκάρες να πάει ν' αγοράσει κάτι στο μαγαζί απέναντι.»
Μόλις είδε επάνω στο τζάκι τη φωτογραφία του Ραούλ, με ρώτησε:
«Αυτός είναι ο.... άντρας σου;»
«Ναι, αυτός είναι.»
«Όμορφη φάτσα. Και αυτή ποια είναι; Μία από τις φίλες σου;»
Ξέρεις, χρυσή μου, ήταν η φωτογραφία σου, εκείνη με τουαλέτα χορού. ∆εν ήξερα πια τι έλεγα, τραύλιζα: «Ναι, είναι μια από τις φίλες μου.»
«Είναι πολύ χαριτωμένη. Θα μου τη γνωρίσεις.»
Και να το ρολόι που σημαίνει πέντε η ώρα, και ο Ραούλ επιστρέφει κάθε μέρα στις πέντε και μισή! Εάν επέστρεφε πριν φύγει ο άλλος, φαντάζεσαι τι είχε να γίνει! Τότε... τότε... τρελάθηκα... σκέφτηκα... σκέφτηκα... ότι... ότι το καλύτερο... θα ήταν να... να απαλλαγώ από αυτόν τον άνθρωπο ... το συντομότερο δυνατό... Όσο γρηγορότερα τελείωνε... καταλαβαίνεις... και... και να... να... αφού ήταν αναγκαίο... και έπρεπε, χρυσή μου,... δεν θα έφευγε χωρίς αυτό... Λοιπόν έβαλα... έβαλα το σύρτη στην πόρτα του σαλονιού... Να, αυτό ήταν όλο.
Η μικρή μαρκησία του Ρένεντον άρχισε να γελά, να ξεκαρδίζεται, με το κεφάλι της χωμένο στο μαξιλάρι και το κρεβάτι να τραντάζει ολόκληρο.
Όταν ηρέμησε λίγο, ρώτησε:
«Και... και... ήταν ένα όμορφο αγόρι;» «Βεβαίως.»
«Και παραπονιέσαι;»
«Όμως... όμως... βλέπεις, χρυσή μου, είναι που, που... είπε... ότι θα ξανάρθει αύριο... την ίδια ώρα... κι εγώ φοβάμαι... τρέμω από τον φόβο... ∆εν ξέρεις πόσο επίμονος είναι... και ισχυρογνώμονας... Τι να κάνω... πες μου... τι να κάνω;»
Η μικρή μαρκησία ανακάθισε στο κρεβάτι της για να σκεφτεί, έπειτα δήλωσε απότομα:
«Βάλε να τον συλλάβουν.»
Η μικρή βαρόνη έμεινε εμβρόντητη. Τραύλισε:
«Πώς; Λες; Τι σκέφτεσαι; Να βάλω να τον συλλάβουν; Με ποιο πρόσχημα;»
«Ω, είναι πολύ απλό. Θα πας στον διοικητή της αστυνομίας, θα του πεις ότι ένας κύριος σε παίρνει από πίσω εδώ και τρεις μήνες, ότι είχε το θράσος ν' ανέβει μέχρι το σπίτι σου χθες, ότι σε απείλησε με μια νέα επίσκεψη για αύριο και ότι ζητάς την προστασία του νόμου. Θα σου δώσει δυο χωροφύλακες που θα τον συλλάβουν.»
«Μα, χρυσή μου, εάν τους πει...»
«Μα δεν θα τον πιστέψουν, χαζή, από τη στιγμή που θα κατασκευάσεις μια καλή ιστορία για τον διοικητή. Και θα πιστέψουν εσένα, που είσαι μια γυναίκα της καλής κοινωνίας, άψογη.»
«Ω! δεν θα τολμούσα ποτέ.»
«Πρέπει να τολμήσεις, χρυσή μου, διαφορετικά είσαι χαμένη.»
«Σκέψου ότι... ότι θα με διασύρει... όταν τον συλλάβουν.» «Εσύ όμως θα έχεις μάρτυρες και θα καταφέρεις να τον καταδικάσουν.»
«Να τον καταδικάσουν σε τι;»
«Να σε αποζημιώσει. Ως προς αυτό πρέπει να είσαι ανηλεής!»
«Α! όσο για την αποζημίωση... είναι κάτι που με ενοχλεί πολύ... πάρα πολύ... Μου άφησε... δυο λουδοβίκεια... επάνω στο τζάκι.»
«∆υο λουδοβίκεια;»
«Ναι.»
«Όχι περισσότερο;»
«Όχι.»
«Λίγο είναι. Αυτό θα με ταπείνωνε εμένα. Λοιπόν;»
«Τι να τα κάνω αυτά τα λεφτά;»
Η μικρή μαρκησία δίστασε λιγάκι έπειτα απάντησε σοβαρά: «Χρυσή μου... Πρέπει... πρέπει να κάνεις ένα δωράκι στον άντρα σου. Αυτό απαιτεί η δικαιοσύνη.»
27 Απριλίου 1886